- χαραμίζω
- boşuna harcamak, boşa harcamak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χαραμίζω — χαραμίζω, χαράμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαραμίζω — Ν [χαράμι] 1. ξοδεύω ή καταναλώνω κάτι ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα ή εκτελώ κάτι ζημιώνοντας κάποιον άλλο 2. πουλώ κάτι σε πολύ χαμηλή τιμή 3. μέσ. χαραμίζομαι δεν χρησιμοποιούμαι αξιοκρατικά, ανάλογα με τις ικανότητες και με τα προσόντα μου,… … Dictionary of Greek
χαραμίζω — χαράμισα, χαραμίστηκα, χαραμισμένος 1. καταναλώνω κάτι άδικα, το δαπανώ άσκοπα: Χαράμισα τα λεφτά μου στους γιατρούς και τίποτε δε μου καναν. 2. πουλώ κάτι σε χαμηλή τιμή: Το χαράμισε το ωραίο οικόπεδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)